- τρινήσαρχος
- τρῐ-νήσαρχος, ὁ,A lord of three islands, Tz.H.2.328.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρινήσαρχος — ὁ, Μ ο κύριος τριών νήσων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + νῆσος + αρχος*] … Dictionary of Greek